- ἐνθυμία
- ἐνθῡμίᾱ , ἐνθυμίαcause of misgivingfem nom/voc/acc dualἐνθῡμίᾱ , ἐνθυμίαcause of misgivingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθυμία — ἐνθυμία, η (Α) 1. σκέψη, φροντίδα για κάτι, υποψία, αμφιβολία, δυσπιστία («ἐς ἐνθυμίαν τοῑς Λακεδαιμονίοις ἀεὶ προβαλλόμενος ὑπ αὐτῶν» επειδή αυτοί [οι εχθροί του] διαρκώς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στους Λακεδαιμονίους υποψία, δυσπιστία, Θουκ … Dictionary of Greek
ἐνθύμια — ἐνθύ̱μια , ἐνθύμιος taken to heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμίαι — ἐνθῡμίαι , ἐνθυμία cause of misgiving fem nom/voc pl ἐνθῡμίᾱͅ , ἐνθυμία cause of misgiving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ησαΐας — I (8oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος προφήτης που έζησε στην Ιερουσαλήμ, εμπνευστής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που εισήγαγε ο βασιλιάς Εζεκίας. Κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα κατά τη διάρκεια οράματος εντός του Ναού και ενώ τα Σεραφείμ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… … Dictionary of Greek
ἐνθυμιῶν — ἐνθῡμιῶν , ἐνθυμία cause of misgiving fem gen pl ἐνθυμίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμίαν — ἐνθῡμίᾱν , ἐνθυμία cause of misgiving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)